Οι επιλογές στο πάτο του ξεροπήγαδου στεγνώσαν.
Πρέπει να χρησιμοποιήσω την λάσπη που πετάνε γύρω απλόχερα, οι φελλοί της ιστορίας και τα περιφερόμενα φερέφωνα, για να προσπαθήσω να αναστηλώσω στα συντρίμμια τους τις ελπίδες. Ξανά.
Μέχρι να έρθει ο επόμενος, σωτήρας-καταστροφέας, να μου ξαναμάθει με νέα παθήματα, πόσο ωραία ήταν τα όνειρα που έκανα, γκρεμίζοντας τα τακτικά, μπροστά στα μάτια των ανθρώπων που αγαπώ.
Θα κάτσω πάλι ανήμπορος να επιθεωρώ, τα κοράκια να τσιμπολογούν τη σάρκα μου, ευτυχισμένος που δεν θα μου τις φάνε όλες. Καταδικασμένος με τη θέληση μου, αλυσοδεμένος Προμηθέας, θα ανανεώσω τις σάρκες μου για να τις προσφέρω και πάλι, άχρηστη θυσία στους θεούς της απληστίας.
Θα ντύσω τον πόνο τον βουβό, στα τραγούδια που αγάπησα και θα κεράσω τη συνείδηση μου φθηνή ρετσίνα, να μουδιάζει, να κοιμάται μαζί μου, τις νύχτες που μου έμειναν να φορτωθώ στο κρεβάτι μου.
Πόσο λυπηρό κατάντησε το φθινόπωρο της ζωής μου!
Πόσο φοβάμαι τη στιγμή που κάνοντας ταμείο, θα βγω λειψός να παραδώσω.
Τον καιρό που στέγνωσαν πάνω μου, τα ψέμματα που αποφάσισα να πιστέψω δεν μου 'μεινε άλλο πια να περιμένω, παρά τη βροχή να τρέξει στα μάγουλα μου, ώστε να έχω πάτημα να λέω: δεν κλαίω παιδί μου! βροχή είναι, θα περάσει...
Αν το πιστέψω εγώ, μπορεί να τον ξεγελάσω και αυτόν...
Άλλωστε και εγώ για έξυπνος περνιόμουν!
Πως τα πίστεψα σαν ήταν ο καιρός μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου