Κάθε ημέρα που περνάει, ζητά και μεγαλύτερη προσπάθεια για να την αντιμετωπίσω. Δε θέλω να χάσω το κουράγιο μου, αλλά όσο ο καιρός προχωρά, όλο και πιο δύσκολα εντοπίζω την ελπίδα, στην σκοτεινή γωνιά που κρύφθηκε...
Ακόμα πιο πολύ σκιάζομαι, αν θέλει απ' τη ματιά μου να κρυφτεί παρά ότι κρύφτηκε για να γλυτώσει από την μιζέρια, που 'χει νοτίσει τα όνειρα μας.
Απορώ...
Μη θαρρεί πως γέρασε;
Πως ξεθώριασε η θωριά της το πόθο μου για 'κείνη;
Πως οι ρυτίδες πάνω της κλαδέψαν την ορμή μου;
Πως με κούρασε η αναμονή να ζωντανέψει τις υποσχέσεις της;
Δε γνωρίζει η τρελή, πως στα μάτια μου θα 'ναι πάντα γυναίκα όμορφη, το μεγαλείο της νιότης της λουσμένη!
Και ας περάσαμε τόσα!
Και ας έρθουν άλλα τόσα να τη ξεγελάσουν, να τη πικράνουν!
Πάντα θα είναι ο σκοπός του πόθου μου, η γλυκιά αντάρα στην ζωή μου!
Άλλωστε, το μυαλό μου τη ζωγράφισε, την έπλασε να ζήσει αιώνια όμορφη, στην όψη, το κορμί, στην φωτεινή και μαγική γωνιά της αιώνια να με διαφεντεύει.
Τόσα χρόνια την θυμάμαι, να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά μου, να με προκαλεί αφήνοντας υπονοούμενα, ότι όταν την πιάσω... Όταν...
Τώρα με πιάνει το παράπονο, που το σκοτάδι απλώνεται, την ελπίδα μου να κρύψει!
Αν χαθεί και αυτή τι άλλο να προσμένω. Φοβάμαι πως όταν πια θα τη ξαναδώ, το «όταν» που υπόσχοταν μη γίνει «αν».
Σαν χάσει η ελπίδα τη σιγουριά της, δεν χρειάζεται πια να πεθάνει. Αν το αύριο δεν έχει ελπίδα να το περιμένει, τότε θα καταντήσει μια αδικοπραξία, ένα θέατρο, όπου οι θεατές δε θέλουν να παρακολουθήσουν τους ηθοποιούς που δεν θέλουνε να παίξουν, αλλά που βρίσκονται στη σκηνή, γιατί πληρώθηκαν. Αυτοί για να παίζουν και 'κείνοι για να βλέπουν και όλοι μαζί απλά να χάσουν την ώρα τους.
Κουρασμένοι απορώντας προσδοκούν, η κουρτίνα στη σκηνή να πέσει, τη μιζέρια τους άραγες αν κρύψει...
Ακόμα πιο πολύ σκιάζομαι, αν θέλει απ' τη ματιά μου να κρυφτεί παρά ότι κρύφτηκε για να γλυτώσει από την μιζέρια, που 'χει νοτίσει τα όνειρα μας.
Απορώ...
Μη θαρρεί πως γέρασε;
Πως ξεθώριασε η θωριά της το πόθο μου για 'κείνη;
Πως οι ρυτίδες πάνω της κλαδέψαν την ορμή μου;
Πως με κούρασε η αναμονή να ζωντανέψει τις υποσχέσεις της;
Δε γνωρίζει η τρελή, πως στα μάτια μου θα 'ναι πάντα γυναίκα όμορφη, το μεγαλείο της νιότης της λουσμένη!
Και ας περάσαμε τόσα!
Και ας έρθουν άλλα τόσα να τη ξεγελάσουν, να τη πικράνουν!
Πάντα θα είναι ο σκοπός του πόθου μου, η γλυκιά αντάρα στην ζωή μου!
Άλλωστε, το μυαλό μου τη ζωγράφισε, την έπλασε να ζήσει αιώνια όμορφη, στην όψη, το κορμί, στην φωτεινή και μαγική γωνιά της αιώνια να με διαφεντεύει.
Τόσα χρόνια την θυμάμαι, να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά μου, να με προκαλεί αφήνοντας υπονοούμενα, ότι όταν την πιάσω... Όταν...
Τώρα με πιάνει το παράπονο, που το σκοτάδι απλώνεται, την ελπίδα μου να κρύψει!
Αν χαθεί και αυτή τι άλλο να προσμένω. Φοβάμαι πως όταν πια θα τη ξαναδώ, το «όταν» που υπόσχοταν μη γίνει «αν».
Σαν χάσει η ελπίδα τη σιγουριά της, δεν χρειάζεται πια να πεθάνει. Αν το αύριο δεν έχει ελπίδα να το περιμένει, τότε θα καταντήσει μια αδικοπραξία, ένα θέατρο, όπου οι θεατές δε θέλουν να παρακολουθήσουν τους ηθοποιούς που δεν θέλουνε να παίξουν, αλλά που βρίσκονται στη σκηνή, γιατί πληρώθηκαν. Αυτοί για να παίζουν και 'κείνοι για να βλέπουν και όλοι μαζί απλά να χάσουν την ώρα τους.
Κουρασμένοι απορώντας προσδοκούν, η κουρτίνα στη σκηνή να πέσει, τη μιζέρια τους άραγες αν κρύψει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου